ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ

Συγγραφέας: Χριστίνα Παππά,
Ισλαμολόγος - Ειδικές σπουδές πάνω στην Ιστορία, τον Πολιτισμό και την Πολιτική Σκέψη του Ισλάμ στο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών (U.L.B.).

 

Μεγάλα λογοτεχνικά έργα είναι κυρίως εκείνα που απευθύνονται σε όλο τον κόσμο, σε μικρούς και μεγάλους, σε φτωχούς και πλούσιους, σε απλοϊκούς αλλά και σε απαιτητικούς αναγνώστες. Είναι εκείνα που παραμένουν ανεξίτηλα στη μνήμη του κοινού γιατί, παρότι αντιπροσωπεύουν μία συγκεκριμένη εποχή, έναν πολιτισμό, έναν λαό, ταξιδεύουν αδιάκοπα έξω από χρονικούς, γεωγραφικούς και πολιτιστικούς περιορισμούς.

Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" είναι αναμφισβήτητα ένα από αυτά τα έργα αφού επί αιώνες τώρα εκπροσωπεί τον αραβικό λόγο εκτός Ανατολής ενώ ταυτόχρονα συμπυκνώνει στη συλλογική μνήμη της Δύσης όλη τη γοητεία και τη νοσταλγία του αραβικού μεσαίωνα. Οι Χίλιες και μια Νύχτες (Alf lailah wa lailah) είναι ένα πολύχρωμο καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο παρελαύνει ολόκληρη η Ανατολή, απ' τη Δαμασκό ως το Κάιρο, απ' τη Βαγδάτη ως το Μαρόκο, απ' την Κωνσταντινούπολη ως τη Βασόρα κι ακόμα πιο πέρα.

Το γεγονός ότι οι περισσότεροι από εμάς ακούσαμε για πρώτη φορά κάποια από τις ιστορίες της Σαχραζάντ (Shahrazad) σε πολλή νεαρή ηλικία, έχει δημιουργήσει την εντύπωση, τουλάχιστον στις δυτικές κοινωνίες, ότι οι Χίλιες και μια Νύχτες είναι ένα παραμύθι για παιδιά. Άλλοτε πάλι, η αυθαίρετη ερμηνεία κάποιων ερωτικών ιστοριών που περιέχονται στις Χίλιες και μια Νύχτες και που χρησιμοποιήθηκαν ως υπόβαθρο για τη δημιουργία υποπροϊόντων της λογοτεχνίας, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, προκάλεσε την αίσθηση ότι πρόκειται για μια ερωτική ανθολογία λαϊκής κατανάλωσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα έργο ζωντανό, δυναμικό, ένα έργο που διαμορφώθηκε μέσα από την ατέλειωτη περιπλάνηση του μέσα στο χρόνο και το χώρο, που άλλοτε εμπλουτίσθηκε κι άλλοτε λογοκρίθηκε για να φτάσει σ' εμάς σε μια μορφή τόσο αλλοιωμένη που κάθε προσπάθεια πλήρους αποκατάστασης του είναι, αν όχι μάταιη, σίγουρα εξαιρετικά επίπονη.

Είναι λοιπόν φανερό ότι οι Χίλιες και μια Νύχτες είναι ταυτόχρονα το πιο δημοφιλές αλλά και το πιο παραγνωρισμένο έργο της αραβικής λογοτεχνίας. Το κείμενο που ακολουθεί σκοπό έχει να αποκαταστήσει τις Χίλιες και μια Νύχτες στα μάτια του αναγνώστη καταδεικνύοντας ότι πρόκειται για κάτι πολύ περισσότερο από ένα απλό παραμύθι για παιδιά ή μια συλλογή από φτηνές ερωτικές αφηγήσεις.


ΜΥΘΟΠΛΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΟΜΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" δεν είναι λογοτεχνικό έργο με την κλασσική έννοια του όρου. Η μεταφορά του σε γραπτό λόγο είναι μεταγενέστερη του καθεαυτού έργου και αρχικά εξυπηρετούσε μόνο την ανάγκη απομνημόνευσης του περιεχομένου από μία εγγράμματη μειονότητα που τις μετέφερε προφορικά στο αγράμματο πλήθος υπό τη μορφή δραματικών αφηγήσεων. Ως εκ τούτου, η λογοτεχνική αξία του έργου είναι πολύ σχετική και ποικίλλει ανάλογα με το χειρόγραφο. Σε γενικές γραμμές πάντως, τα πρώτα κείμενα είναι γραμμένα σε ύφος απλοϊκό, χωρίς ιδιαίτερες στυλιστικές αναζητήσεις και δεν απέχει πολύ από την καθομιλουμένη, αποτυπώνοντας πολύ συχνά τις ιδιωματικές διαφορές του προφορικού λόγου από περιοχή σε περιοχή. Αν και το κυρίως σώμα είναι γραμμένο σε πεζό λόγο, τα έμμετρα αποσπάσματα που έχουν ενταχθεί στο κείμενο είναι πολυάριθμα, συνήθως δε πρόκειται για στίχους γνωστών αράβων ποιητών του μεσαίωνα που εκθειάζουν τις αρετές των αρχόντων. Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα των γραπτών κειμένων που έχουν διασωθεί είναι η ποικιλία του ύφους που συναντά κανείς μέσα στο κείμενο, ποικιλία που μαρτυρά τη διαφορετική προέλευση κάθε ιστορίας και η οποία καλύπτει ένα ευρύ φάσμα, από την αργκό του δρόμου ως την επιτηδευμένη λόγια γλώσσα.

Πέρα από το γλωσσικό ενδιαφέρον, η κατ' εξοχήν πρωτοτυπία του έργου είναι η δομή του. Οι "Χίλιες και μια Νύχτες" αρθρώνονται γύρω από μία βασική ιστορία-πλαίσιο, αυτή της Σαχραζάντ. Η Σαχραζάντ είναι κόρη του βεζίρη στην αυλή του βασιλιά Σαχριγιάρ. Όταν ο βασιλιάς ανακαλύπτει ότι εν τη απουσία του η γυναίκα του τον απατά με έναν μαύρο δούλο της αυλής του αποφασίζει να πάρει εκδίκηση. Κάθε βράδυ διαλέγει μία παρθένα την οποία σκοτώνει το ξημέρωμα αφού πρώτα την κάνει δική του. Η Σαχραζάντ αποφασίζει να δώσει τέλος σ' αυτό το έγκλημα. Ζητά από τον πατέρα της να της επιτρέψει να γίνει το επόμενο θύμα του Σαχριγιάρ και από την αδελφή της να την παρακαλέσει να διηγηθεί μία ιστορία μετά την τελετή του γάμου. Έτσι, η Σαχραζάντ ξεκινάει την αφήγηση των παραμυθιών της που κάθε φορά διακόπτεται όταν φτάνει το ξημέρωμα για να συνεχιστεί το επόμενο βράδυ, αναβάλλοντας έτσι το θάνατο της για ένα 24ωρο κάθε φορά. Εκμεταλλευόμενη την περιέργεια του βασιλιά καταφέρνει να σώσει τη ζωή της και αυτή των υπόλοιπων παρθένων της χώρας για χίλιες και μία νύχτες. Τη χιλιοστή δεύτερη μέρα, ο Σαχριγιάρ αποφασίζει να της χαρίσει τη ζωή για πάντα αφού εκείνη εν τω μεταξύ του έχει χαρίσει ένα γιο (ή τρεις κατά μία άλλη εκδοχή).

Στη διάρκεια των χρόνων και όσο το έργο εμπλουτίζεται με νέες προσθήκες, η ιστορία της Σαχραζάντ περνάει σε δεύτερο πλάνο αφού ουσιαστικά δεν αποτελεί παρά μόνο το πρόσχημα για τη διήγηση άλλων παραμυθιών. Η κεντρική λοιπόν ιστορία έχει ως μοναδικό στόχο να δώσει το έναυσμα για τη διήγηση νέων ιστοριών. Τα παραμύθια της Σαχραζάντ ενσωματώνονται στο κείμενο με διάφορους τρόπους - κλιμακωτά, συρταρωτά κ.ο.κ. - με αποτέλεσμα τη συνεχή δημιουργία νέων παραμυθιών-πλαίσιο που εμπεριέχουν άλλες επιμέρους ιστορίες που με τη σειρά τους δίνουν αφορμή για νέες αφηγήσεις. Για παράδειγμα, η ιστορία του καμπούρη όπου κεντρικός ήρωας είναι ο καμπούρης που πέθανε όταν η γυναίκα του ράφτη τον τάισε ψάρι και πνίγηκε καταπίνοντας ένα αγκάθι: στο πλαίσιο της ιστορίας του καμπούρη θα γεννηθούν πέντε νέες ιστορίες μία εκ των οποίων, η αφήγηση του κουρέα, θα δώσει αφορμή στη Σαχραζάντ να διηγηθεί έξι νέες ιστορίες, μία για κάθε έναν από τους έξι αδελφούς του κουρέα, επιτρέποντας της με αυτό τον έξυπνο τρόπο να παραμείνει ζωντανή για δώδεκα νύχτες συνολικά με αφορμή μία μόνο ιστορία.


Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Οι λόγοι για τους οποίους η Δύση αγνοούσε επί αιώνες, και σε μεγάλο βαθμό εξακολουθεί να αγνοεί, την αξία του έργου είναι πολλοί και θα πρέπει να αναζητηθούν στην πορεία που ακολούθησαν οι Χίλιες και μια Νύχτες για να φτάσουν στα χέρια μας, ή μάλλον στ' αυτιά μας, αφού μέχρι σήμερα μεταδίδονται κυρίως με τον προφορικό λόγο.

Παρά τις αναρίθμητες έρευνες, παραμένει ουσιαστικά άγνωστο το πότε, πού και από ποιόν γράφτηκαν οι Χίλιες και μια Νύχτες. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα αραβικά χειρόγραφα που έχουν βρεθεί μέχρι σήμερα είναι ελλιπή και προέρχονται από διαφορετικές πηγές.

Η πρώτη αναφορά στα παραμύθια της Σαχραζάντ (Shahrazad) βρέθηκε σε ένα παλιό αραβικό βιβλίο (Kitab al-Fihrist, O Κατάλογος) του 987, στο οποίο αναφέρεται κάποιο περσικό κείμενο με τίτλο "Χίλια Παραμύθια" (Hezar Efsane) και το οποίο αφηγείται την ιστορία της Σαχραζάντ (Shahrazad). Μέχρι σήμερα δεν έχει εντοπισθεί κανένα ίχνος αυτού του κειμένου. Η πιθανότερη λοιπόν εκδοχή για την προέλευση του αραβικού έργου είναι ότι προέρχεται από την περσική λογοτεχνία αφού και τα ονόματα των ηρώων που αναφέρονται στις Χίλιες και μια Νύχτες είναι σαφώς περσικά και όχι αραβικά (το πρώτο συνθετικό των ονομάτων των βασικών ηρώων Σαχραζάντ, Σαχριγιάρ, Σαχζαμάν κ.λπ. - Shah- είναι περσικό και, όπως είναι γνωστό, σημαίνει βασιλιάς). Άλλωστε, ο Σαχριγιάρ εμφανίζεται στα περισσότερα κείμενα ως πρίγκηπας των Σασσανιδών, δυναστεία που βασίλεψε στην Περσία από τον τρίτο μέχρι τον έβδομο αιώνα μ.Χ..

Εντούτοις, υπάρχουν ενδείξεις που μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η βάση για πολλές από τις ιστορίες που περιλαμβάνονται στο περσικό κείμενο "Χίλια Παραμύθια" είναι η ινδική μυθολογία και ότι ο δανεισμός αυτός πραγματοποιήθηκε πολύ παλιά, ίσως τον 3ο αιώνα!. Πράγματι υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που στηρίζουν την εκδοχή της ινδικής προέλευσης του "Χίλιες και μια Νύχτες". Οι μεταμορφώσεις ανθρώπων σε ζώα, οι αναφορές στο ινδικό πάνθεον αλλά και η αφήγηση παραμυθιών ως μέσο αναβολής του επικείμενου θανάτου, που συναντάμε και σε άλλα ινδικά κείμενα, είναι κάποιες από αυτές. Έτσι, φαίνεται πως αυτοί οι μύθοι της ινδικής λογοτεχνίας ταξίδεψαν προφορικά μέχρι την Περσία όπου έγινε η πρώτη καταγραφή τους στο "Hezar Efsane". Επικρατεί μάλιστα η άποψη ότι όταν το πρωτογνώρισαν οι Άραβες, το "Hezar Efsane", σε αντίθεση με τον τίτλο του, δεν περιελάμβανε χίλια παραμύθια αλλά πολύ λιγότερα.

Από την Περσία διαδόθηκαν πολύ σύντομα στον αραβικό κόσμο χάρη στους άραβες εμπόρους που τα μετέφεραν από στόμα σε στόμα στη διάρκεια των πολυήμερων και ανιαρών ταξιδιών τους. Σε αυτό το διάστημα πραγματοποιήθηκε και η πρώτη μεγάλη αραβοποίηση και ισλαμοποίηση των παραμυθιών από τους λαϊκούς παραμυθάδες (Meddah) του Ιράκ και της Συρίας. Χάριν της προσαρμογής του αρχικού υλικού στα αραβικά και μουσουλμανικά ήθη, πολλά από τα ονόματα των ηρώων αντικαταστάθηκαν με αραβικά, οι πόλεις όπου διαδραματίζονται οι ιστορίες αντικαταστάθηκαν με αραβικές (Βαγδάτη, Δαμασκός, Κάιρο κ.λ.π.) και ενσωματώθηκαν αναφορές στον Προφήτη Μωάμεθ και σε άλλα γνωστά πρόσωπα του τότε αραβικού κόσμου (ποιητές, χαλίφηδες κ.λ.π.), ενώ στις αρχικές ιστορίες προστέθηκαν νέες που αφηγούνται στιγμιότυπα από συγκρούσεις μεταξύ Μουσουλμάνων (Αράβων ή Σελτζούκων) και Βυζαντινών ή Φράγκων. Κατά συνέπεια, οι Χίλιες και μια Νύχτες δεν είναι ένα συμπαγές κείμενο, αμιγές δημιούργημα της αραβικής σκέψης, αλλά ένα πολύχρωμο σύνολο από μύθους, θρύλους και ιστορίες της ινδικής, της περσικής, της αραβικής αλλά και της βυζαντινής και, κατ' επέκταση, της ελληνικής παράδοσης.

Στο επόμενο στάδιο, κάποιοι από τους άραβες αφηγητές αποφάσισαν να αποτυπώσουν τις Χίλιες και μια Νύχτες στο χαρτί, καταγράφοντας ο καθένας τη δική του εκδοχή. Στην αρχή, κατά τον ένατο και δέκατο αιώνα, την εποχή δηλαδή του χαλιφάτου των Αββασιδών, στις αρχικές Νύχτες προστέθηκαν νέες που διαδραματίζονται στη Βαγδάτη την εποχή του Χαρούν Αρ-ρασίντ (Harun Ar-rashid). Στις περισσότερες μάλιστα από αυτές, πρωταγωνιστεί ο ίδιος ο χαλίφης Χαρούν Αρ-ρασίντ που μεταμφιεσμένος περιδιαβαίνει τους δρόμους της πόλης με ή χωρίς το βεζίρη του Τζαφάρ (Ja' far) και συμμετέχει στην εξέλιξη του παραμυθιού. Στη συνέχεια, Αιγύπτιοι παραμυθάδες προσθέτουν τις δικές τους ιστορίες από το Κάιρο των Φατιμιδών (1000-1100). Σ' αυτήν ακριβώς την περίοδο απέκτησε το βιβλίο τον τίτλο με τον οποίο παραμένει γνωστό μέχρι σήμερα, "Χίλιες και μια Νύχτες" (Alf lailah wa lailah). Ο τίτλος "Χίλιες και μια Νύχτες" εντοπίστηκε για πρώτη φορά το δωδέκατο αιώνα στα αρχεία ενός εβραίου βιβλιοπώλη στο Κάιρο2. Την ίδια χρονική περίοδο προστέθηκαν οι περισσότερες φανταστικές ιστορίες με τζίνια και μαγικά φίλτρα που επέζησαν ως τις μέρες μας. Τέλος, στη διάρκεια των δύο επόμενων αιώνων (1200-1400) οι Χίλιες και μια Νύχτες πέρασαν από διάφορα στάδια για να αποκτήσουν τελικά μια πιο σταθερή μορφή. Τα παλαιότερα χειρόγραφα που διασώζονται καλύπτουν την περίοδο από το δέκατο τρίτο αιώνα, για τα αρχαιότερα, μέχρι το δέκατο όγδοο αιώνα, τα νεότερα, οπότε και θα τα γνωρίσουν για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι.


ΟΙ ΧΙΛΙΕΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΝΥΧΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Οι Χίλιες και μια Νύχτες έκαναν την πρώτη τους εμφάνιση στην Ευρώπη το 1704 με την πρώτη μετάφραση στη γαλλική γλώσσα του Antoine Galland που αποτέλεσε τη βάση για όλες σχεδόν τις ευρωπαϊκές εκδόσεις που ακολούθησαν. Το κείμενο στο οποίο βασίστηκε για τη μετάφραση του ο Galland ήταν ένα συριακό χειρόγραφο του 14ου-15ου αιώνα που ο ίδιος είχε ανακαλύψει στη διάρκεια της παραμονής του στη Μέση Ανατολή ως ακόλουθος του γάλλου πρέσβη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, Marquis de Nointel. Φυσικά, αυτή η πρώτη εκδοχή του έργου, ήταν εντελώς αλλοιωμένη σε σχέση με τα αντίστοιχα κείμενα που κυκλοφορούσαν την ίδια εποχή στο μουσουλμανικό χώρο και απόλυτα προσαρμοσμένη στα ευρωπαϊκά ήθη. Έτσι, αναφορές που θα σκανδάλιζαν το ευρωπαϊκό αναγνωστικό κοινό (π.χ. ερωτικές συμπτύξεις, άκομψες συμπεριφορές κ.α.) είτε αποσιωπήθηκαν είτε διαμορφώθηκαν επί το "ιπποτικότερο". Επιπλέον, ο Galland πρόσθεσε στις υπάρχουσες ιστορίες και κάποιες που δεν περιλαμβάνονταν μέχρι τότε στις Χίλιες και Μια Νύχτες, όπως αυτές του Αλαντίν και του Αλί Μπαμπά, που κατά μία εκδοχή επινοήθηκαν από τον ίδιο, αλλά και αυτή του Σιντμπάντ, κεντρικού ήρωα ενός περσικού παραμυθιού που δεν αποτελούσε μέχρι τότε μέρος του "Χίλιες και μια Νύχτες", αλλοιώνοντας έτσι το συνολικό αριθμό των παραμυθιών. Η πρώτη αυτή ευρωπαϊκή έκδοση του αραβικού έργου γνώρισε τεράστια επιτυχία, με αποτέλεσμα να μεταφρασθεί τάχιστα σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες και να συμβάλλει σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργία ενός ανατολίτικου ρεύματος που γρήγορα εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη επηρεάζοντας κάθε μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.

Στη διάρκεια των επόμενων δύο αιώνων, με δεδομένο το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού, οι ευρωπαϊκές εκδόσεις του έργου πολλαπλασιάσθηκαν και συγχρόνως εμπλουτίσθηκαν. Σ' αυτό συνετέλεσε και η ανακάλυψη νέων εκδοχών του έργου λιγότερο ή περισσότερο αξιόπιστων. Από αυτές τις νέες εκδοχές διασώζονται τέσσερις:
1. Το πρώτο κείμενο της Καλκούτας Ι (1814-1818)
2. Το κείμενο του Μπρέσλαου (1824-1843)
3. Το κείμενο του Μπουλάκ (1835) και
4. Το δεύτερο κείμενο της Καλκούτας (1839-1842)

Τα παραπάνω κείμενα διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους τόσο ως προς την προέλευση τους όσο και ως προς τη λογοτεχνική τους αξία. Ειδικότερα, η αυθεντικότητα του κειμένου του Μπρέσλαου αμφισβητείται έντονα από τους σύγχρονους μελετητές ενώ το κείμενο του Μπουλάκ θεωρείται το εγκυρότερο. Πάντως, όλα τα παραπάνω έργα αποτέλεσαν τη βάση για πολλές νέες εκδόσεις μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας. Σύμφωνα με την επικρατέστερη άποψη, η μετάφραση του Μπόρτον (1885) αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή εκδοχή του αραβικού έργου αφού ο ιδιόρρυθμος αυτός εξερευνητής, γλωσσολόγος και λόγιος βρετανός ευγενής αποφάσισε να μην παραλείψει ούτε εκείνες τις αναφορές που έρχονταν σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά ήθη της εποχής, ενώ ταυτόχρονα συμπεριέλαβε στη μετάφραση του τους στίχους και τα τραγούδια που αποτελούσαν ανέκαθεν μέρος των περισσότερων αραβικών εκδοχών.

ΟΙ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ

Αντίθετα απ' ότι θα περίμενε κανείς αναλογιζόμενος τους πολιτιστικούς δεσμούς που η Ελλάδα ανέκαθεν διατηρούσε με την Ανατολή, η γνωριμία του ελληνικού κοινού με τις Χίλιες και μια Νύχτες έγινε μόλις στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα, ως αποτέλεσμα της μεγάλης επιτυχίας που είχαν εν τω μεταξύ σημειώσει οι ευρωπαϊκές εκδόσεις. Η πρώτη ελληνική εκδοχή του αραβικού έργου κυκλοφόρησε από τον εκδοτικό οίκο "Φοίνιξ" της Βενετίας. Η χρονολογία έκδοσης και το ονοματεπώνυμο του μεταφραστή παραμένουν άγνωστα αφού δεν αναφέρονται στο βιβλίο, με αποτέλεσμα η μόνη ένδειξη που επιτρέπει έναν υποτυπώδη χρονικό προσδιορισμό να είναι τα τεχνικά χαρακτηριστικά της έκδοσης (τυπογραφικοί χαρακτήρες, βιβλιοδεσία κλπ.). Το βέβαιο πάντως είναι ότι αυτή η πρώτη ελληνική μετάφραση προέρχεται από τη γαλλική μετάφραση του Galland και όχι από κάποια αραβική, και συνεπώς πληρέστερη, έκδοση. Φαίνεται δε ότι ο Έλληνας μεταφραστής χρησιμοποίησε στοιχεία από ένα μεταγενέστερο του Galland κείμενο και συγκεκριμένα τις "Χίλιες και μια Ημέρες" του Petit de la Croix που πρωτοεκδόθηκαν το 1710. Ο Κ. Τρικογλίδης εντούτοις εκτιμά ότι ο πρώτος έλληνας μεταφραστής δε χρησιμοποίησε αυτή αλλά την επόμενη έκδοση του βιβλίου του La Croix που κυκλοφόρησε το 1789, υπόθεση που μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι Χίλιες και μια Νύχτες πιθανότατα εμφανίσθηκαν στα ελληνικά γράμματα για πρώτη φορά μετά το 1790.

Φυσικά , η φιλολογική αξία της πρώτης αυτής ελληνικής εκδοχής αμφισβητείται έντονα. Εντούτοις, είναι γεγονός ότι χάρη σ' αυτή την πρωτοβουλία οφείλουν οι Έλληνες - ξεκινώντας από τους αστούς της διασποράς - τη γνωριμία τους με το αριστούργημα της αραβικής λογοτεχνίας. Εξάλλου αυτή η εκδοχή, παρ' όλες τις ελλείψεις και τις παραποιήσεις που περιέχει, κυκλοφόρησε τόσο πολύ και σε τόσες διαφορετικές εκδόσεις που ρίζωσε βαθιά στη συλλογική μνήμη του ελληνικού κοινού ως η μοναδική απόδοση του αραβικού κειμένου, την οποία ακόμα και οι σημερινές γενιές ταυτίζουν απόλυτα με τις αυθεντικές Χίλιες και μια Νύχτες, αγνοώντας σε μεγάλο βαθμό τα κύρια γνωρίσματα του πρωτότυπου3 έργου. Σ' αυτό βοήθησε πρώτα απ' όλα η άμεση και τεράστια απήχηση που είχε η έκδοση του "Φοίνικα" η οποία, επωφελούμενη της μεγάλης επιτυχίας που είχαν γνωρίσει τα προηγούμενα χρόνια οι αντίστοιχες ευρωπαϊκές εκδόσεις, κυκλοφόρησε ευρύτατα επί δύο ολόκληρους αιώνες και διαβάστηκε από πάρα πολλούς Έλληνες, ειδικά στις πρώτες δεκαετίες της κυκλοφορίας της.

Τη στιγμή λοιπόν που κάνει την εμφάνιση της στα ελληνικά γράμματα η πληρέστατη και πλέον αξιόπιστη ελληνική μετάφραση από τον Κώστα Τρικογλίδη γύρω στη δεκαετία του 19704, το ελληνικό κοινό έχει ήδη χάσει το ενδιαφέρον του για τις Χίλιες και μια Νύχτες, παρότι το έργο εξακολουθεί να κυκλοφορεί ευρέως από στόμα σε στόμα.

Η λογοτεχνική αξία της μετάφρασης του Τρικογλίδη βασίζεται κυρίως στο γεγονός ότι ο συγγραφέας χρησιμοποίησε ως πρωτότυπο το, γνωστό και αναγνωρισμένο από τους περισσότερους σχολιαστές ως το πιο αξιόπιστο, κείμενο του Μπουλάκ (Bulaq) που προαναφέραμε. Το κείμενο αυτό είναι γραμμένο στην αραβική γλώσσα την οποία ο Τρικογλίδης, ως Έλληνας της Αιγύπτου κατέχει απόλυτα. Το γεγονός ότι, αντίθετα από τις προηγούμενες ελληνικές εκδοχές, το έργο του Τρικογλίδη προέρχεται απευθείας από την αραβική γλώσσα, προσφέρει στο μεταφραστή τη δυνατότητα να εκμεταλλευτεί τις αναρίθμητες συντακτικές και ιδιωματικές ομοιότητες της αραβικής και της ελληνικής γλώσσας. Το συγκριτικό αυτό πλεονέκτημα επέτρεψε στο Τρικογλίδη να μεταφράσει με μεγάλη πιστότητα εκφράσεις του πρωτότυπου έργου που ήταν πολύ δύσκολο να αποδοθούν στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες αφήνοντας περιθώρια για παραποιήσεις. Για παράδειγμα ιδιωματικές εκφράσεις όπως "μου κόπηκαν τα ήπατα", "δεν κάνουμε χωριό", "μπήκα στο νόημα" κλπ. μεταφράστηκαν αυτολεξεί από την αραβική διατηρώντας αναλλοίωτο το νόημα τους στο ελληνικό κείμενο.

Ταυτόχρονα, οι ομοιότητες στα ήθη και τα έθιμα της αραβικής - ειδικά της αιγυπτιακής - και της ελληνικής κοινωνίας έδωσαν τη δυνατότητα στον Τρικογλίδη να μεταφράσει αποσπάσματα του κειμένου του Bulaq - αυτά κυρίως που αναφέρονται σε στοιχεία της αραβικής καθημερινότητας - που μέχρι τότε είχαν αποσιωπηθεί από τους ευρωπαίους μεταφραστές που δυσκολεύονταν να τα αποδώσουν με τρόπο κατανοητό στο αναγνωστικό κοινό τους. Τα παραδείγματα είναι πολλά. Το αρνί του Πάσχα που οι μουσουλμάνες ψήνουν στο μπαϋράμι, το καχκ (kahk) - απ' όπου πιθανολογείται ότι προέρχεται η αγγλική λέξη cake - ένα μπισκότο από αλεύρι, βούτυρο, ζάχαρη και ξηρούς καρπούς, σαν τον κουραμπιέ των Χριστουγέννων που οι Αιγύπτιες ετοιμάζουν στο μικρό μπαϋράμι και τόσα άλλα.

Πέρα όμως από τις επιφανειακές ομοιότητες, το ελληνικό κοινό ήταν ήδη εξοικειωμένο ως ένα βαθμό με το περιεχόμενο του βιβλίου αφού αρκετές από τις ιστορίες της Χαλιμάς προέρχονται από την αρχαία ελληνική μυθολογία και την βυζαντινή παράδοση. Θα ήταν χρονοβόρο και άσκοπο να απαριθμήσουμε όλες αυτές τις ταυτοπροσωπίες στο παρόν κείμενο. Μπορούμε όμως να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιες από αυτές, όπως την ιστορία του Κύκλωπα, της Κίρκης, των Λωτοφάγων, του Περσέα, του Αρίωνα κ.λ.π. αλλά και του Διγενή Ακρίτα που στις Χίλιες και μια Νύχτες εμφανίζεται με το όνομα Sharr Kan.

Είναι παράξενο λοιπόν πώς όλες αυτές οι ομοιότητες μεταξύ ελληνικού και αραβικού πολιτισμού δε λειτούργησαν ενθαρρυντικά για τη διάδοση μιας πιο πιστής και πιο ολοκληρωμένης ελληνικής μετάφρασης και πώς τελικά, η ελληνική εκδοχή που επικράτησε μέχρι σήμερα είναι εκείνη που απέχει περισσότερο, όχι μόνο από το όποιο πρωτότυπο, αλλά ακόμα και από τις άλλες - ελλιπείς και παραποιημένες - ευρωπαϊκές εκδοχές για τις οποίες η περικοπή και η παραποίηση ήταν ουσιαστικά μονόδρομος αφού το πολιτισμικό χάσμα με την Ανατολή είναι πολύ σημαντικό.

Πράγματι, θα διαπιστώσει κανείς ότι οι ελληνικές Χίλιες και μια Νύχτες εμπεριέχουν στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται σε καμία γνωστή ευρωπαϊκή μετάφραση από τις οποίες θεωρητικά προέρχεται το ελληνικό κείμενο. Και πρώτα απ' όλα ο τίτλος. Η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα σε Δύση και Ανατολή όπου ο τίτλος "Χίλιες και μια Νύχτες" ήταν εντελώς άγνωστος μέχρι πριν από λίγα χρόνια αφού το ευρύ κοινό στη χώρα μας δεν γνωρίζει παρά μόνο "Τα παραμύθια της Χαλιμάς". Γιατί όμως, ενώ σ' όλο τον κόσμο επικράτησε εξ αρχής ο τίτλος "Χίλιες και μια Νύχτες", στην Ελλάδα καθιερώθηκε αυτός ο άγνωστος στον υπόλοιπο κόσμο τίτλος; Ο ίδιος ο Τρικογλίδης μας πληροφορεί ότι κατά το 18ο αιώνα στην Αίγυπτο και τη Συρία κυκλοφορούσε μία πολύ φτηνή και ως εκ τούτου εξαιρετικά δημοφιλής έκδοση του βιβλίου που περιείχε μόνο το παραμύθι-πλαίσιο και τέσσερις ή πέντε νύχτες και στην οποία όλα τα περσικής προέλευσης ονόματα είχαν αντικατασταθεί με αραβικά. Έτσι, το περσικό όνομα της κεντρικής ηρωίδας Σαχραζάντ (Shahrazad) αντικαταστάθηκε με το πιο αραβοπρεπές Halima bint saad αl-Akhiali, δηλ. Χαλίμα (που σημαίνει η απαλή, αυτή που απαλύνει), κόρη του σεβαστού Αχιάλι. Απ' ότι φαίνεται ο έλληνας εκδότης της Βενετίας είχε υπόψη του την αιγυπτιακή έκδοση και κρίνοντας ότι το Χαλιμά σημειολογικά ταιριάζει καλύτερα στο κείμενο από το Σεχεραζάντ (Sheherazade) που χρησιμοποιεί ο Galland αποφάσισε να δώσει στην ηρωίδα το όνομα Χαλιμά με το οποίο είναι γνωστή ως σήμερα.

Πέρα από τη Σαχραζάντ, πολλά άλλα ονόματα ηρώων του έργου έχουν διαφοροποιηθεί αυθαίρετα στην έκδοση του Φοίνικα. Ο χαλίφης Σαχριγιάρ (Shahriyar) στον οποίο η Σαχραζάντ - Χαλιμά διηγείται τις ιστορίες της αναφέρεται με πολλά διαφορετικά ονόματα στις ευρωπαϊκές εκδόσεις, π.χ. Σάχρμπαζ, Σάχρμπαν κ.λ.π.. Κανένα από αυτά τα ονόματα δε φαίνεται να ικανοποιεί τον έλληνα μεταφραστή ο οποίος αποφάσισε να τον ονομάσει Αϊδήν. Η αδελφή της Χαλιμάς, Ντουνιάζαντ (Duniazad), δηλ. Σωτήρας του Κόσμου, μετονομασμένη σε Ντινάρζαντ, δηλ.. Σωτήρας του Χρήματος (!) από τον Galland, μετονομάστηκε σε Μεδινά, προφανώς από το αραβικό μεντίνα (madinah) που σημαίνει πόλη.

Σίγουρα όμως η πιο ευφάνταστη και παράδοξη παραποίηση ονόματος από τον έλληνα μεταφραστή αφορά το Σεβάχ το Θαλασσινό. Σύμφωνα με τα αραβικά κείμενα ο δημοφιλής και πασίγνωστος αυτός ήρωας ονομάζεται Σιντμπάντ Ασ-σαουάχ (Sindbad As-sawah) δηλ. Σιντμπάντ ο Θαλασσινός, όνομα που διατηρήθηκε αυτούσιο σε όλες ανεξαιρέτως τις ευρωπαϊκές εκδόσεις πλην της ελληνικής του Φοίνικα. Στη συγκεκριμένη έκδοση το όνομα μεταφράστηκε σε Σεβάχ ο Θαλασσινός, δηλ. Θαλασσινός ο Θαλασσινός (!) και είναι αναμφισβήτητα το όνομα που αντιστέκεται πιο σθεναρά από όλα τα άλλα στα πρωτότυπα που σιγά-σιγά αρχίζουν να επιβάλλονται και στο ελληνικό κοινό, αφού μέχρι και ο Κ. Τρικογλίδης αποφάσισε να μην το αποκαταστήσει όπως έκανε με τα υπόλοιπα ονόματα του κειμένου. Ο λόγος για τον οποίο ο Τρικογλίδης εξαίρεσε το συγκεκριμένο όνομα από τον γενικό κανόνα που ακολούθησε στο σύνολο του έργου, είναι πιθανότατα η δυσκολία με την οποία μεταγράφεται το όνομα Sindbad στο ελληνικό αλφάβητο (Σιντμπάντ) καθώς και η σχετική δυσκολία με την οποία προφέρεται ο συγκεκριμένος συνδυασμός των φθόγγων στα ελληνικά.

Αν δεχθούμε ότι η συγκεκριμένη αυθαιρεσία έχει κάποια λογική βάση, παραμένει εντελώς ανεξήγητο το γεγονός ότι ο Σιντμπάντ, ο κουβαλητής, του αραβικού έργου - που ο Galland αποφάσισε να ονομάσει Χίντμπαντ - μεταφράστηκε από τον πρώτο έλληνα μεταφραστή σε Χαμούζα (όνομα που δεν υπάρχει ούτε στα αραβικά ούτε στα ελληνικά) ενώ το πρωτότυπο Sindbad Al-hamal θα ήταν απολύτως κατανοητό στο ελληνικό κοινό αφού η λέξη χαμάλης ήταν ήδη ενσωματωμένη στο ελληνικό λεξιλόγιο.

Είναι γεγονός πάντως, ότι παρά τις όποιες αυθαιρεσίες και τις αλλοιώσεις που υπέστησαν οι Χίλιες και μια Νύχτες από τους έλληνες μεταφραστές τους, τα παραμύθια της Χαλιμάς ή τουλάχιστον κάποια από αυτά, παραμένουν ακόμα δημοφιλή στη χώρα μας. Άλλωστε, οι Χίλιες και μια Νύχτες δεν υπήρξαν ποτέ ένα έργο δομημένο και στατικό, αλλά πολύ περισσότερο ένας πολύχρωμος πίνακας μιας άλλης εποχής όπου κάθε επίδοξος "ζωγράφος" έβαλε τη δική του πινελιά, δημιουργώντας έτσι ένα έργο ζωντανό που αν και απλοϊκό στην έκφραση του, συγκαταλέγεται αναμφισβήτητα στα κλασσικά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας.

Η μετάφραση του Κ. Τρικογλίδη θα μπορούσε να αποτελέσει την αφορμή για το ελληνικό αναγνωστικό κοινό να ανακαλύψει ή να ξαναγευτεί τη μαγεία της Ανατολής μέσα από τις φανταστικές ιστορίες της Σαχραζάντ. Δυστυχώς, η συγκεκριμένη έκδοση έχει εξαντληθεί, και είναι αξιοπερίεργο το γεγονός ότι κανένας εκδοτικός οίκος δεν έχει μεριμνήσει για την επανέκδοση του, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς το αυξημένο ενδιαφέρον που δείχνει το ελληνικό κοινό τα τελευταία χρόνια για θέματα που σχετίζονται με τον αραβικό κόσμο και την ανατολίτικη κουλτούρα.

Βέβαια, όσο χρήσιμη κι αν είναι η καταγραφή του έργου με τέτοιο τρόπο ώστε να μην προδίδεται η ουσία του, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι η μεγαλύτερη απόλαυση παραμένει η προφορική αφήγηση των παραμυθιών της Σαχραζάντ-Χαλιμάς, ειδικά δε από κάποιον χαρισματικό αφηγητή. Αυτή άλλωστε ήταν και θα παραμείνει η κατ' εξοχήν γοητεία του Χίλιες και μια Νύχτες.

Χριστίνα Παππά

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


1. ABEL, A., Les enseignements des Mille et une Nuits, Bruxelles, Wellens-Pay, 1939
2. BURTON, R.F. (Sir), A plain and litteral translation of the Arabian Nights' Entertainments, Benares (State Newington), 7 τόμοι
3. CROCKER, John. The Arabian Nights' Entertainment, URL : http://www.crock11.freeserve.co.uk/arabian.html
4. ELISSEEFF, Nikita. Themes et motifs des Mille et Une Nuits, Beyrouth, Institut francais de Damas, 1949.
5. GALLAND, A., Les Mille et une Nuits,. Contes arabes traduits par A. Galland, Verviers, Marabout, 1963, 2 τόμοι
6. GREGOIRE, H., Echanges epiques arabo-grecs: Sharkan-Charzanis, in Byzantion, 9 (1932), σελ. 371-382
7. PAYNE, J., The Book of the Thousand Nights and one Night, London, Oriental Tales, 15 τόμοι
8. SCOTT, J., The Arabian Nights Entertainments, London, Pickering and Chatto, 1890, 4 τόμοι
9. ΤΡΙΚΟΓΛΙΔΗΣ, Κ., Χίλιες και μια Νύχτες, Αθήνα, Ηριδανός, 7 τόμοι (εξαντλημένη έκδοση)

Παραπομπές:
1 Laveille, J.-.L, Le theme du voyage dans les Mille et Une Nuits, Paris, L' Harmattan, 1998, σελ. 122
2 S. Goitein, 'The oldest Documentary Evidence for the Title Alflayla wa layla", Journal of the American Oriental Society 78 (1958), σελ. 301
3 Είναι σαφές ότι ο όρος 'πρωτότυπο' χρησιμοποιείται καταχρηστικά στην περίπτωση του "Χίλιες και μια Νύχτες" αφού δεν υπάρχει κείμενο που να έχει αναγνωρισθεί ως τέτοιο. Αυτό που υποδηλώνεται με τον όρο αυτό είναι οι πληρέστερες και πιο αξιόπιστες εκδοχές, δηλ. εκείνες που έχουν προέλθει από κάποιο από τα 4 κείμενα που αναφέρονται παραπάνω.
4 Η χρονολογία έκδοσης της μετάφρασης του Τρικογλίδη είναι άγνωστη αφού δεν γίνεται καμία σχετική αναφορά στο 7 τομο βιβλίο του. Από τον πρόλογο του εκδότη πάντως συμπεραίνουμε ότι ο Τρικογλίδης τελείωσε τη μετάφραση του έργου το 1910 χωρίς όμως να προχωρήσει άμεσα στην έκδοση του. Ο ίδιος ο εκδότης αναφέρει ότι οι Χίλιες και μια Νύχτες του Τρικογλίδη κυκλοφόρησαν σταδιακά χωρίς να προσδιορίζει τη χρονική στιγμή έναρξης και ολοκλήρωσης της έκδοσης. Το πιθανότερο πάντως είναι το βιβλίο να κυκλοφόρησε γύρω στα τέλη της δεκαετίας του 1970.

Δείτε κι άλλες συναρπαστικές ειδήσεις και έρευνες από τον χώρο του Ανεξήγητου, του Εσωτερισμού και της Μεταφυσικής

Στείλτε τα δικά σας σχόλια και παρατηρήσεις στο arthra@esoterica.gr

 

ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ