Ευαγγέλια, Χριστός, θαύματα.

Ιστορικοί προβληματισμοί για τους ακρογωνιαίους λίθους της Χριστιανοσύνης

Εισαγωγή

&

Α' Μέρος: "Η αξιοπιστία των Ευαγγελίων"

 

 

"Του λεει ο Ιησούς: Εγώ είμαι η οδός και η αλήθεια και η ζωή."
Ιωάννης 14:6

"Διάβασα, κατάλαβα, αρνήθηκα..."
Αυτοκράτορας Ιουλιανός


’ρθρο του Γιώργου Ιωαννίδη, Ψυχολόγου

Εισαγωγή

Η θρησκευτική πίστη του κάθε ανθρώπου, είναι αληθινά ένα προσωπικό χαρακτηριστικό που όμως εξαρτάται άμεσα από ποικίλους κοινωνικούς παράγοντες. Δεν είναι όμως λίγοι εκείνοι οι πιστοί μιας οργανωμένης θρησκευτικής πίστης που ακολουθούν την παράδοση που γνώρισαν, αγνοώντας (μερικές φορές και συνειδητά) σημαντικά στοιχεία τόσο από την μυστηριακή ζωή της ομολογίας τους, σημαντικά δεδομένα της διδασκαλίας που υποτίθεται πως ακολουθούν αλλά και διάφορα κενά ή ανακρίβειες που υπάρχουν μέσα στο θρησκευτικό περιβάλλον τους. Αναμφισβήτητα, η θρησκευτική κοσμοθεωρία του Χριστιανισμού επηρέασε βαθύτατα την ροή του δυτικού κόσμου, όμως σήμερα το πνεύμα της συγκριτικής και της αμφισβήτησης μοιάζει να ανασυγκροτείται (1) και αυτή την φορά για να κλονίσει και πάλι τα βασικά δόγματα που στηρίζουν το οικοδόμημα της Εκκλησίας του Χριστού ανά την υφήλιο.


Θα ήταν μάλλον βιαστικό, αν όχι επιφανειακό, να λέγαμε εξ αρχής πως όλη η σύγχρονη δυτική πίστη στηρίζεται σε ένα μεγάλο ψέμα που μια ιουδαϊκή αίρεση, εκμεταλλευόμενη την ηθική πτώση του Ρωμαϊκού κόσμου κατάφερε να μετατρέψει τον εαυτό της σε κυρίαρχο ηθοποιό της παγκόσμιας σκηνής! Αυτό όμως που μπορεί να γίνει είναι να αναζητηθούν τα ιστορικά εκείνα παράδοξα που κατά καιρούς μελετητές μπόρεσαν να ανακαλύψουν, και να προκαλέσουν έτσι σε μας σήμερα τον προβληματισμό για την ακρίβεια των αληθειών που μας διδάξαν οι παλιότεροι. Ο αρθρογράφος δεν έχει σκοπό να πολεμήσει με την μικρή αυτή μελέτη την ουσία του Χριστιανισμού, την διδασκαλία της αγάπης, του αλληλοσεβασμού και της ταπεινότητας - ιδέες που σίγουρα πολλούς, μη χριστιανούς, θα έβρισκε σύμφωνους, όσο όμως να προσπαθήσει να κάνει γνωστό το γενικότερο κλίμα αμφισβήτησης που επικρατεί απέναντι σε ένα κύκλο όπου (κυρίως στον Ελλαδικό χώρο) η όποια προσπάθεια 'σπίλωσης' της νεωτέρας θρησκείας θεωρείται αυστηρό ταμπού και ύστατη βλασφημία!


Το άρθρο λοιπόν στηρίζεται σε ένα βασικό προβληματισμό που ο αρθρογράφος πιστεύει πως αποτελεί ερώτημα πολλών ακόμη αναγνωστών: Είναι γνωστό πως κάθε πιστός, οποιασδήποτε θρησκευτικής ομολογίας θεωρεί το απόλυτα βέβαιο για το δίκαιο της πίστης του. Οι ανατολίτες θεωρούν απόλυτα βέβαιο το στοιχείο της μετενσάρκωσης όταν όλη η Χριστιανική δύση τους κατηγορεί για πλάνη. Με την σειρά τους, οι Χριστιανοί δυτικοί αναφέρονται για το βέβαιο της Δευτέρας Παρουσίας όταν για την ανατολή η κυκλικότητα του χρόνου είναι δεδομένη! Διαφορετικές αντιλήψεις που αναπτύχθηκαν σε διαφορετικές συνθήκες, ποια όμως είναι η απόλυτη αλήθεια; Η δύση με ευκολία αναγνωρίζει την μη θεϊκή φύση του Βούδα και διαγράφει από την λίστα των ιστορικών προσώπων το πρόσωπο του Λάο Τσε. Γιατί λοιπόν το ίδιο να μην συμβαίνει και με το πρόσωπο Ιησούς Χριστός; (2) Ποια είναι εκείνα τα στοιχεία που μας αποδεικνύουν πως υπήρξε πράγματι πριν 2000 χρόνια ένα τέτοιο πρόσωπο που δίδαξε όλα όσα ξέρουμε και διαβάζουμε εμείς σήμερα;


Αναζητώντας την απάντηση σε αυτό το ερώτημα μπορούμε να εξετάσουμε τρεις παράγοντες που θα μπορούσαν να δώσουν φως στους προβληματισμούς μας:


Ι) Την αξιοπιστία των Ευαγγελίων

ΙΙ) Τα ιστορικά στοιχεία για την παρουσία του Χριστού
ΙΙΙ) Τα μετέπειτα θαύματα που πιστοποιούνε το δίκαιο της Χριστιανικής κοσμοθεωρίας


Προτού λοιπόν να ξεκινήσουμε την μελέτη θα πρέπει να υπενθυμίσουμε τον αναγνώστη πως σκοπός της μελέτης είναι ο προβληματισμός και όχι η στεγνή διαγραφή, η όσο τον δυνατόν αδογμάτιστη κριτική αντίληψη παρά η τυφλή αμφισβήτηση, όπως συχνά παρατηρείται να εκφράζεται από ποικίλους εκπροσώπους του νέο-παγανιστικού ή του αθεϊστικού κινήματος. Επίσης το δυστύχημα του άρθρου είναι σίγουρα ο περιορισμένος χώρος του με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αναπτυχθεί ένας ακόμη παράγοντας που θα επηρέαζε με την σειρά του την αντίληψη μας για τον Χριστιανισμό. Αναφερόμαστε φυσικά στην ιστορική του προέλευση αλλά και ανάπτυξη μέσα από τα ποικίλα πολιτικό-οικονομικά γεγονότα, και στους πραγματικά πολλούς φιλοσοφικούς και μυστηριακούς 'δανεισμούς' που πραγματοποιήθηκαν πριν και μετά την εμφάνιση του και που διαμόρφωσαν την τελική μορφή που σήμερα γνωρίζουμε.


Ο Χριστιανισμός, όπως κατανοούμε και από τον τίτλο του, αφορά την πίστη στην διδασκαλία του Χριστού, ενός ανθρώπου (για τους Μονοφυσίτες) ή ενός θεανθρώπου για τους περισσότερους πιστούς. Η παρουσία του αν και σχετικά σύντομη όσο και περιορισμένη σε χρόνο και σε χώρο, έμελλε να προσφέρει στην ανθρωπότητα μια ακόμη κοσμοθεωρία που όμως αντίθετα από πολλές άλλες, έχει το βάρος της Θείας αποκάλυψης. Μιας αποκάλυψης μάλιστα που προέρχεται από ένα και μοναδικό Θεό και αναπόφευκτα αποτελεί την μοναδική αλήθεια. Η αποδοχή της αλήθειας αυτής λοιπόν μπορεί να γίνει με δυο τρόπους, την 'τυφλή' πίστη ή την αποδοχή μετά από αποδείξεις. Και φυσικά, τι πιο σημαντική απόδειξη πέρα από την ίδια την ζωή του Χριστού. Πως μπορούμε όμως να μάθουμε περισσότερα για ένα πρόσωπο που γεννήθηκε πριν 2000 χρόνια; Η γραφή λοιπόν είναι αυτή που νικώντας τον χρόνο φτάνει μέχρι και σήμερα για να διηγηθεί τις ιστορίες των παλιών. Μπορούμε όμως να πιστέψουμε τις Γραφές από μια εποχή που η αντιγραφή γινόταν δια χειρός, που τα αντίτυπα κυκλοφορούσαν σε περιορισμένο αριθμό μέσα σε ένα λαό που η πλειονότητα δεν ήξερε να διαβάζει και που φυσικά δεν υπήρχαν οι νόμοι προστασίας κειμένου (©); Έτι συναντάμε το πρώτο πρόβλημα, αυτό της εγκυρότητας των ευαγγελίων.


Η αξιοπιστία των Ευαγγελίων

Δυο είναι οι μεγάλες γραπτές συλλογές κειμένων που αποτελούν την ιστορική πηγή του Χριστιανισμού, όπου σήμερα πλέον τα εν λόγω κείμενα (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) αναφέρονται ως Βίβλος (3) ή Αγία Γραφή. Αν και στην συγκεκριμένη μελέτη δεν θα ασχοληθούμε με το πρώτο κομμάτι της Βίβλου, θα πρέπει όμως να τονίσουμε πως ολόκληρο το ιερό κείμενο θεωρείται ως η αποκάλυψη του αληθινού Θεού και συγκεκριμένα αποτελεί "Λόγο Θεόπνευστο" (4). Η Βίβλος όμως δεν είχε από την αυγή του Χριστιανισμού το γνωστό σε εμάς περιεχόμενο. Μοιάζει μάλιστα να σχηματίστηκε μέσα από την ανάγκη της Εκκλησίας να αποκτήσει αυτοσυνειδησία μέσα από τον Ιουδαϊσμό αλλά και από τον συγκρητισμό τον υπολοίπων μυστηριακών λατρειών της Μεσογείου. Έτσι με την πάροδο του χρόνου, στην χρήση των ιερών κειμένων των Ιουδαίων (και ιδιαιτέρως αυτά των προφητών και των 'Ψαλμών') προστίθονται και κείμενα που η παράδοση θέλει η συγγραφή τους να ανήκει στους ίδιους τους Αποστόλους.

Μπορούμε όμως να είμαστε βέβαιοι πως ήταν αυτοί οι συγγραφείς;

Στην ερώτηση αυτή είναι σχεδόν αδύνατον να πάρουμε μια θετική απάντηση εφόσον κανείς από την εποχή εκείνη δεν έφτασε σήμερα σε εμάς για να το βεβαιώσει. Έτσι θα πρέπει να εμπιστευθούμε (όπως άλλωστε εμπιστευόμαστε τον Πλάτωνα για την διδασκαλία του Σωκράτη) αυτά που μαρτυρούν τα κείμενα ως συγγραφείς ή αυτά που η παράδοση θέλει. Αυτό που όμως μπορούμε να διερευνήσουμε είναι η χρονολογία των κειμένων αυτών καθ΄ αυτών.

Ο Κανόνας της Καινής Διαθήκης αποτελείται από 27 κείμενα: 4 Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης), Πράξεις των Αποστόλων (του Λουκά), 14 επιστολές του Παύλου, 2 του Πέτρου, 3 του Ιωάννη, 1 του Ιακώβου, 1 του Ιούδα και την Αποκάλυψη του Ιωάννη. Η ένωση των κειμένων στην μορφή που ξέρουμε σήμερα και η δογματική αποδοχή τους έγινε στα μισά του 4ου αιώνα.(5) Το 404 μ.Χ. ο ’γιος Ιερώνυμος μεταφράζει με την σειρά του τα ιερά κείμενα σχηματίζοντας έτσι την γνωστή Vulgata η οποία αν και προκαλεί προβληματισμούς για ορισμένες αλλαγές στο κείμενο που έκανε ο ίδιος ο Ιερώνυμος (με βάση τις παρατηρήσεις του), αναγνωρίστηκε με την Σύνοδο της Τριδέντου το 1546, αν και η αποδοχή της ήταν ήδη στην πρακτική των κληρικών κατά την διάρκεια όλου του Δυτικού Μεσαίωνα.


Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης ήταν όλα γραμμένα στην Ελληνική, σε συνεχή μεγαλογράμματη γραφή. Κανένα όμως δεν αποτελεί αυθεντικό χειρόγραφο από τους συγγραφείς τους, ενώ όλα τα σωζόμενα κείμενα αποτελούν αντιγραφές σε περγαμηνές. Ο προσεκτικός μελετητής θα αναγνωρίσει πως σήμερα υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία από διαφορετικές εκδοχές ιερών κειμένων που συχνά περιλαμβάνουν και απόκρυφα ευαγγέλια (6). Το φαινόμενο αυτό όμως δεν αποτελεί μόνο σύγχρονη κίνηση αφού από την αρχαιότητα υπήρχαν αρκετοί διαφορετικοί κώδικες (Βατικανός, Σιναϊτικός, Αλεξανδρινός κ.α.) τα οποία αν και όμοια στην γενική τους μορφή, είχαν παρόλα αυτά μικρές προσθήκες, διορθώσεις και μεταφραστικά λάθη που όμως (και τουλάχιστον για την θεολογική τάξη) δεν αποτελούν εμπόδιο στην μελέτη των κειμένων ή στην μεταφορά του Χριστιανικού μηνύματος.(7)


Σύμφωνα λοιπόν με τις μελέτες των κειμένων αλλά και τις πληροφορίες από διάφορους συγγραφείς, είναι δυνατή η χρονολόγηση των κειμένων της Καινής Διαθήκης. Έτσι πιστεύεται πως το ευαγγέλιο του Μάρκου είναι το παλαιότερο (65-75 μ.Χ), ακολουθεί αυτό του Λουκά (80 μ.Χ.) (8) και Ματθαίου (85-90 μ.Χ.) ο οποίος μοιάζει να στηρίχτηκε πάνω στο κείμενο του Μάρκου ενώ τελευταίο μένει το ευαγγέλιο του Ιωάννη (95-110 μ.Χ.) Αναφορικά με τα υπόλοιπα κείμενα, οι Πράξεις των Αποστόλων υπολογίζονται περίπου το 80 μ.Χ. όμως η μη αναφορά στον θάνατο του Παύλου ίσως να πηγαίνει την ημερομηνία πίσω στην δεκαετία του 60.(9) Η επιστολή προς Ρωμαίους του Παύλου χρονολογείται στο 56 μ.Χ. η πρώτη επιστολή προς Κορινθίους (από τον ίδιο) το 55, η δεύτερη το 55 ή 56. Ακόμη πιο παλιά μοιάζει να είναι η επιστολή προς Γαλάτας το 50, προς Εφεσίους (σε ορισμένα αρχαία χειρόγραφα δεν υπάρχει η αναφορά της λέξης Εφεσίους) το 60 όμως η γνησιότητα της είναι υπό αμφισβήτηση, προς Φιλιππησίους κάπου ανάμεσα στο 53 και 62, προς Κολοσσαείς (ξανά η γνησιότητα της αμφισβητείται) και Φιλήμονα το 60, οι δυο επιστολές του Παύλου προς Θεσσαλονικείς το 50, προ Τιμόθεον Α, Β και Τίτον πιθανόν το 85, προς Εβραίους λίγο πριν το 70, η επιστολή Ιακώβου στις αρχές του 60, στην δεκαετία του 60 τοποθετείται και η πρώτη επιστολή του Πέτρου, ενώ η δεύτερη το 80 ή ακόμη και κάπου στον 2ο αιώνα. Οι 3 επιστολές του Ιωάννη τοποθετούνται στις αρχές της δεκαετίας του 90 ενώ τέλος του Ιούδα το 70 ή στις αρχές του 2ου αιώνα.


Βασιζόμενοι στην χρονολόγηση που υπάρχει για τα παρόντα κείμενα, είναι εύλογο να δεχτούμε πως θα μπορούσαν να περιγράφουν τον βίο του Χριστού και των μαθητών του με τρόπο ιστορικά σαφή. Πολλοί προβληματισμοί όμως έχουν αναπτυχθεί σχετικά με την χρονολόγηση ορισμένων κειμένων, της ταυτότητας των συγγραφέων τους αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο τους. Τα 4 Κανονικά Ευαγγέλια (Ματθαίος, Μάρκος, Λουκάς, Ιωάννης) αναφέρονται με τα ονόματα των συγγραφέων τους όχι παλιότερα από το 180 μ.Χ. περίπου από τον Ειρηναίο της Λυόν στο 'Against Heresies', ο Ιγνάτιος αναφέρει τα ευαγγέλια του Ματθαίου και Ιωάννη, ενώ ο Papias αναφέρει πως ο Ματθαίος και ο Μάρκος είναι οι συγγραφείς των ευαγγελίων τους. Το 130 μ.Χ. γίνεται η πρώτη παραπομπή από επονομαζόμενο ευαγγέλιο σε γράμμα του Πολύκαρπου, Επισκόπου της Σμύρνης, ενώ δέκα χρόνια πιο πριν, βρίσκουμε χωρίο από το ευαγγέλιο του Ματθαίου στην Επιστολή του Βαρνάβα. Μπορούμε επομένως να θεωρήσουμε πως οι πρώτοι χριστιανοί τυχαία αποφάσισαν την ταυτότητα των ευαγγελίων (όπως συχνά κατακρίνονται) ή θα πρέπει να δεχτούμε πως γνώριζαν από πηγές που δεν διασώθηκαν, τις ταυτότητες των συγγραφέων; (10)


Αυτό που οι περισσότεροι μελετητές (11) συμφωνούν όμως, είναι για τις επιστολές του Παύλου (Θεσσαλονικείς Β, Τιμόθεον Α και Β) οι οποίες πιστεύονται ως μη γνήσιες, ενώ προβληματισμός υπάρχει ακόμη για ορισμένες άλλες όπως προς Εφεσίους, Κολοσσαείς, Τιμόθεον Α και Τίτον, Φιλήμονα, Εβραίους. Ψευδεπίγραφες μοιάζουν όμως να ορίζονται και οι επιστολές του Πέτρου (12) και του Ιωάννη, ενώ το ίδιο, προβληματισμούς δημιούργησε και η Αποκάλυψη του Ιωάννη (94 μ.Χ. ;) όπου στα γραπτά του Ωριγένη (185-254 μ.Χ) δεν αναφέρεται ποτέ, ενώ ο Ευσέβιος ακολουθεί την κριτική γνώμη του Αγίου Διονυσίου της Αλεξάνδρειας.(13)

Αφήνοντας στην άκρη τώρα τους ακαδημαϊκούς διαξιφισμούς για την ακριβή χρονολόγηση και την ταυτότητα των κειμένων, περνάμε στο ίδιο το περιεχόμενο των γραπτών τα οποία δεν μοιάζουν να είναι πάντα το ίδιο. Μπροστά στον κίνδυνο μάλιστα της ψευδογραφείας, ο ίδιος ο Απόστολος Παύλος αναφέρει στους πιστούς να αναγνωρίζουν τα κείμενα του από τον τρόπο που γράφει (Θεσσαλονικείς Β: 3-17) Ο Κέλσος (περίπου 170 μ.Χ.) μας αναφέρει πως οι Χριστιανοί τροποποιήσανε τρεις ή τέσσερις φορές τα κείμενα τους έτσι ώστε να δυσκολέψουν όλους όσους ασκούσαν κριτική την εποχή εκείνη. Παρόμοια ήταν και το συμπέρασμα του Ωριγένη:

"Είναι ένα αποδεκτό γεγονός σήμερα πως υπάρχει μια μεγάλη ποικιλία μεταξύ των χειρόγραφων, που οφείλεται άλλοτε στην απροσεξία των γραφέων ή στην διεστραμμένη αυθάδεια μερικών ανθρώπων να διορθώνουν τα κείμενα ή ξανά στο γεγονός όπου υπάρχουν κάποιοι που προσθέτουν ή διαγράφουν όπως τους ευχαριστεί, βάζοντας τους εαυτούς τους ως διορθωτές." (14)


Μπορούμε όμως σήμερα να αναγνωρίσουμε αυτές τις προσθ-αφαιρέσεις; Το έργο αυτό μοιάζει δύσκολο όμως οι συγκρίσεις μεταξύ των αρχαίων διασωθέντων χειρογράφων βοηθούνε σημαντικά. Έτσι, οι στίχοι 16:9-20 του Μάρκου (όπου γίνονται οι αναφορές για τις εμφανίσεις του Χριστού μετά την ανάσταση) λείπουν από πολλά αρχαία αντίγραφα. Στο ευαγγέλιο του Ιωάννη οι στίχοι 7:53 και 8:1-11 (όπου γίνεται αναφορά στην μοιχαλίδα που την απειλούσαν να την λιθοβολήσουν μέχρι την παρέμβαση του Χριστού), δεν εμφανίζονται στα αντίγραφα παρά μόνο τον 5ο αιώνα και όποτε υπάρχει δεν βρίσκεται πάντα στην ίδια θέση, ενώ δεν βρίσκεται και σε κανένα άλλο ευαγγέλιο. Στην επιστολή Ιωάννου Α (4:7) όπου γίνεται αναφορά στα τρία πρόσωπα του Θεού, μεγάλο κομμάτι της φράσης είναι ανύπαρκτο στα περισσότερα αρχαία χειρόγραφα.


Αξίζει να αναφέρουμε επίσης πως μαζί με τις προσθ-αφαιρέσεις στα κείμενα, ποικίλα μεταφραστικά προβλήματα ή διχογνωμίες έχουν παρουσιαστεί. Στην προ Εβραίους επιστολή (10:34) ο στίχος παρουσιάζεται με διαφορετική μορφή από χειρόγραφο σε χειρόγραφο. Παρόμοιο πρόβλημα υπάρχει στους προ Κορινθίους Β (5:3, 6:16, 9:10), στις Πράξεις Αποστόλων (18:17), Λουκά (11:2-5), στην Αποκάλυψις Ιωάννου (13:18) (15) κ.α.

Τα λίγα παραδείγματα που αναφέραμε παραπάνω δεν μπορούν βέβαια να πιστοποιήσουν το συνολικό λανθάνον των ευαγγελίων. Τα σημεία αυτά τροποποιούνε παρά ελάχιστα την συνολική Χριστιανική κοσμοαντίληψη. Γεννάται όμως ο προβληματισμός για την γενικότερη εγκυρότητα του κειμένου, γεγονός που και άλλοι παράγοντες έρχονται για να βάλουν σε σκέψεις τον μελετητή. Σημεία διάσπαρτα λοιπόν στην Καινή Διαθήκη προβληματίζουν τους ερμηνευτές εξαιτίας των αντιφάσεων τους καθώς και της ιστορικής ανακρίβειας που περιέχουν.


Τόσο το ευαγγέλιο του Ματθαίου όσο και του Λουκά προσφέρουν την γενεαλογία του Χριστού. Μια μεγάλη ασυμφωνία υπάρχει όμως μεταξύ των δυο αυτών. Ο πρώτος ξεκινάει την γενεαλογία (1:1-16) από τον Αβραάμ (50 γενεές) ενώ ο Λουκάς (3:23-38) ξεκινά από τον Θεό και έπειτα από τον Αδάμ για να φτάσει τελικά στον Χριστό (76 γενεές). Στα ενδιάμεσα μάλιστα γίνονται αναφορές σε πρόσωπα που ο άλλος συγγραφέας μοιάζει να αγνοεί (για τον Ματθαίο π.χ. ο πατέρας του Ιωσήφ είναι ο Ιακώβ ενώ για τον Λουκά ο Ηλί) περιπλέκοντας έτσι την σύνθεση της λίστας. Η συνήθης ερμηνεία είναι αυτή της συμπληρωματικής (πως το ένα βιβλίο συμπληρώνει το άλλο) μελέτης της Γραφής, μπορούμε όμως να δεχτούμε αυτή την δυνατότητα ανάγνωσης και κατανόησης, αγνοώντας τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζονται στα διάφορα χωρία; (16)


Παρόμοια είναι η κατάσταση και με τα τελευταία λόγια του Χριστού στον σταυρό. Ο Ματθαίος (27: 46) αναφέρει "Γύρω στις τρεις κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: 'ηλί ηλί λιμά σαβαχθανί;' δηλαδή 'Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;" Στον Μάρκο (15:34) "Στις τρεις η ώρα κραύγασε ο Ιησούς με δυνατή φωνή: 'Ελωί Ελωί λιμά σαβαχθανί;' που σημαίνει Θεέ μου, Θεέ μου γιατί με εγκατέλειψες;" (17) Στον Λουκά (23:46) διαβάζουμε "Τότε ο Ιησούς κραύγασε με δυνατή φωνή και είπε: 'Πατέρα, στα χέρια σου παραδίνω το πνεύμα μου.' Μόλις το είπε αυτό ξεψύχησε." Τέλος στον Ιωάννη (19:30) "ότε οθν έλαβε το όξος ο Ιησούς είπε, 'τετέλεσται' και κλίνας την κεφαλήν παρέδωκε το πνεύμα." (18)

Προβληματισμό προκαλούν τα χωρία που αναφέρονται και στο τέλος του Ιούδα. Ο Ματθαίος μας πληροφορεί (26:5) πως ο προδότης πήγε και απλά κρεμάστηκε, μια εικόνα που γίνεται πιο πλούσια στις Πράξεις των Αποστόλων όπου αναφέρεται πως "Έπεσε όμως με το πρόσωπο στη γη, σκίστηκε η κοιλιά του και χύθηκαν όλα τα σπλάχνα του." (1:12-26) Ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει μια διχογνωμία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο περιγράφτηκε ο θάνατος του Ιούδα (εκτός βέβαια και αν οι συγγραφείς εννοούν πως κρεμάστηκε πρώτα, το σχοινί κόπηκε έπειτα και πέφτοντας σχίστηκε η κοιλιά του!), παράλληλα όμως ίσως ανακαλύψει και μια παρομοίωση με τον θάνατο των δυο δολοφόνων του Hiram, στο Τεκτονικό τυπικό του βαθμού 'Ο εκλεκτός των Δεκαπέντε'.


Ερωτηματικά προκαλεί το χωρίο 22:41 στον Λουκά όπου αναφέρεται πως ο Χριστός "απομακρύνθηκε από αυτούς [τους μαθητές του] σε απόσταση πετροβολίας" και εκεί, στο όρος των Ελαίων προσευχήθηκε. Αν η απόσταση ήταν τέτοια ώστε οι μαθητές να μην μπορούσαν να ακούσουν, τότε πως γίνεται οι απόστολοι να καταγράφουν τα λόγια του; Ο ίδιος προβληματισμός υπάρχει και στις σκηνές όπου ο Χριστός βρισκόταν ενώπιον του Πιλάτου. Η μόνη δεκτή ερμηνεία είναι αυτή της Θείας επίγνωσης (κατά την ημέρα της Πεντηκοστής;) όμως αυτό προϋποθέτει ο αναγνώστης να πιστεύει στο Θεόπνευστο της Βίβλου.


’ξια προβληματισμού είναι επίσης η ομόφωνη απόφαση των Εβραίων "το αίμα του [Χριστού] πάνω μας και πάνω στα παιδιά μας." (Ματθαίος 27:25) Μπορεί να θεωρηθεί μια τέτοια βαριά κρίση ως η απόφαση ενός πλήθους; Εύκολα σήμερα αναγνωρίζουμε την τάση ακροδεξιών-χριστιανικών παρατάξεων που πίσω από αυτή την φράση δικαιολογούν την αντι-σιωνιστική τους στάση. Αν και ο αρθρογράφος δεν βρήκε κάποιο επικριτή της παρούσας φράσης (πέραν του Ambelain R.), θεωρεί το χωρίο γνήσιο αν και σίγουρα άξιο ερμηνευτικής προσοχής!


Μια διαφορετική αντίφαση τώρα, βρίσκουμε στο ιστορικό της ανάστασης του Χριστού. Στον Ματθαίο (13:40) διαβάζουμε: "Όπως δηλαδή ο προφήτης Ιωνάς ήταν τρεις μέρες και τρεις νύχτες στην κοιλιά του κήτους, έτσι θα είναι και ο Υιός του Ανθρώπου μέσα στην γη τρεις μέρες και τρεις νύχτες." Η πρόβλεψη αυτή του Χριστού όμως για τον θάνατο και την ανάσταση του μοιάζει να μην τηρήθηκε με αυτό τον τρόπο. Σύμφωνα με τα ευαγγέλια (Ματθαίος 27:32-28:8, Μάρκος 15:25-16:5, Λουκάς 23:26-24:7), η σταύρωση πραγματοποιήθηκε μέρα Παρασκευή (19) ενώ η επίσκεψη των γυναικών (20) που πρώτες αντίκρισαν τον άδειο τάφο έγινε την Κυριακή.

Απλοποιώντας αφάνταστα την χρονική διάρκεια μπορούμε (κάνοντας μια μεγάλη υποχώρηση) να δεχτούμε πως το θείο δράμα πραγματοποιήθηκε 3 μέρες (εδώ οι μέρες μοιάζουν συμβολικές κατά τα πρότυπα της Γεννήσεως). Την ίδια όμως υποχώρηση μπορούμε να κάνουμε και για τις 3 ανύπαρκτες βραδιές που ο Χριστός ήταν νεκρός; Που λοιπόν σταματά ο συμβολισμός και που αρχίζει η ιστορική περιγραφή στα ευαγγέλια;


Σαν τέτοιο αποτελεί και η τραγική ιστορία της σφαγής των νηπίων που αναφέρει μονάχα ο Ματθαίος (2:16-18), ένα γεγονός όπου δεν στηρίζεται ιστορικά αφού δεν μοιάζει να έχει διασωθεί κανένα επίσημο αρχείο (χριστιανικό και μη) που να επιβεβαιώνει το γεγονός αυτό. Επίσης σιωπηλά είναι τα επίσημα αρχεία των Εβραίων και των Ρωμαίων σχετικά με τις εμφανίσεις νεκρών την στιγμή του θανάτου του Χριστού (Ματθαίος 27:51-53) που σίγουρα θα προκαλούσε ένα τέτοιο γεγονός την προσοχή του επίσημου κράτους ή των χρονικογράφων της εποχής.


Ιστορικό παράδοξο υπάρχει επίσης και στο χωρίο 2:22-23 του Ματθαίου όπου βλέπουμε πως η οικογένεια του Χριστού εγκαθιστάται στην περιοχή της Γαλιλαίας, την Ναζαρέτ και έτσι εκπληρώνεται η προφητεία που θέλει τον Χριστό να ονομαστεί Ναζωραίος. (21) Η πόλη ή το χωριό της Ναζαρέτ όμως δεν υπάρχει σε κανένα αρχαίο κείμενο της εποχής. Η Παλαιά Διαθήκη δεν αναφέρει καμία τέτοια περιοχή, ούτε ο χρονικογράφος Φλάβιος Ιωσήφ (1ος αιώνας μ.Χ.), ή τα χειρόγραφα της Νεκράς Θάλασσας παρά μονάχα βρίσκεται στα Χριστιανικά κείμενα. Από τον 8ο αιώνα όμως χτίζεται η περιοχή αυτή ικανοποιώντας έτσι τους προσκυνητές που αναζητούσαν πεισματικά τους ιερούς τόπους. (22)

Γεωγραφική ανακρίβεια μοιάζει να υπάρχει και στον Λουκά (8:26-35) όπου υπάρχει το περιστατικό με τους δαιμονισμένους χοίρους που πέφτουν από ένα γκρεμό σε μια λίμνη κοντά στα Γάδαρα. Αν εξαιρέσουμε το γεγονός όπου ο Ιουδαϊκός νόμος απαγορεύει να τρέφονται γουρούνια είτε για εμπόριο είτε για ιδιωτική χρήση, η παρουσία μιας λίμνης στην περιοχή αυτή είναι αδικαιολόγητη αφού απλά δεν υπάρχει! Λίμνη υπάρχει μονάχα στην περιοχή της Γενησαρέτ που όμως δεν βρίσκεται στην χώρα των Γαδαρηνών παρά στην Γωλανίτιδα σε απόσταση άνω 80 χιλιομέτρων.


Γεωγραφικό πρόβλημα όσο και αντιφάσεις φαίνεται να υπάρχουν και στην τελική επαφή του Χριστού με τους μαθητές του. Ο Ματθαίος (28:16-20) αναφέρει πως ο Χριστός συναντά τους μαθητές στην Γαλιλαία πάνω σε ένα όρος όπου και τους στέλνει να διδάξουν τον κόσμο στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Στον Μάρκο (16:19) ο Χριστός αφού μίλησε στους μαθητές του στην Γαλιλαία αναλήφθηκε στους ουρανούς. Στον Λουκά (24:50-51) οι μαθητές περπάτησαν μαζί με τον Χριστό ως την Βηθανία και έπειτα ανέβηκε στους ουρανούς. Στον Ιωάννη (21:1-25) οι μαθητές βρίσκονται στην λίμνη Τιβεριάδα όπου όμως δεν γίνεται αναφορά σε ανάληψη. Επίσης η περιγραφή της ανάληψης γίνεται στις Πράξεις Αποστόλων (1:9) αλλά δεν αναφέρεται καμία τοποθεσία.

Αν δεχτούμε πως ο Ιωάννης και ο Ματθαίος απλά δεν αναφέρουν το περιστατικό της αναλήψεως ("Υπάρχουν κι άλλα πολλά που έκανε ο Ιησούς, που αν γραφτούν ένα προς ένα, ούτε ο κόσμος ολόκληρος δε θα χωρούσε, νομίζω τα βιβλία που θα έπρεπε να γραφτούν" Ιωάννης 21:25) τότε σίγουρα μένουμε προβληματισμένοι αφού η Βηθανία, η Τιβεριάδα ή το όρος Γάμαλα (όπως πιστεύει ο Ambelain R), έχουν μια απόσταση μεταξύ τους 150 χιλιομέτρων!


Γεωγραφικά λάθη, αντιφάσεις, μεταφραστικά προβλήματα και ιστορικές ανακρίβειες. Είναι όλα αυτά μερικά από τα ποικίλα προβλήματα που παρουσιάζουν τα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Είναι βέβαιο πως ορισμένα από τα κριτικά σχόλια που γίνονται στα Ιερά Κείμενα μπορούν να τοποθετηθούν στο επίπεδο της ερμηνείας και έτσι οι όποιοι κατακριτές που αγνοούν την θεολογική προσέγγιση να σχηματίζουν περισσότερα λάθη από αυτά που ισχυρίζονται πως υπάρχουν στην Γραφή. Είναι όμως γεγονός πως υπάρχουν και ορισμένα σημεία που προκαλούν την λογική του μελετητή και δημιουργούν σημαντικές αμφιβολίες.


Είναι φυσικό βέβαια να ακουστεί και η γνώμη πως οι προβληματισμοί που σηκώνουν τα Ιερά Βιβλία, είναι έργο ανθρώπινο, έργο που οφείλεται σε έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων και κυρίως πρόβλημα που σχημάτισαν οι αναρίθμητες αντιγραφές των αρχαίων. Έτσι λοιπόν, μπορούμε απλά να διαγράψουμε από την μνήμη μας όλα τα παραπάνω προσφέροντας λύσεις με τελικό σκοπό την προστασία του ίδιου του Χριστιανικού μηνύματος που σαφώς δεν μπορεί να ζημιωθεί απόλυτα από μια τέτοια κριτική. Ίσως αυτό να έκανε και τους πρώτους Χριστιανούς οι οποίοι πίστευαν περισσότερο στο μήνυμα των ευαγγελίων παρά στις ακαδημαϊκές διαπλοκές.

Είναι βέβαιο όμως πως μαζί με το κύριο νόημα της αγάπης και της ανάστασης, οι πιστοί του Χριστού πίστευαν και στην υλική του ύπαρξη, πίστευαν δηλαδή πως αποτελούσε ένα γνήσιο ιστορικό πρόσωπο. Αυτή είναι ίσως μια από τις κυριότερες διαφορές μεταξύ των Χριστιανικών μυστηρίων με τις υπόλοιπες Μυστηριακές λατρείες που τους πρώτους αιώνες μ.Χ. είχαν πλημμυρίσει την Μεσόγειο. Μπορούμε όμως να ανακαλύψουμε εμείς σήμερα τα ίχνη που άφησε ο Θεάνθρωπος;

Συνεχίστε στο:

Β΄ & Γ' Μέρος:

"Τα ιστορικά στοιχεία για την ύπαρξη του Χριστού" -

"Τα μετέπειτα θαύματα που πιστοποιούνε το δίκαιο της Χριστιανικής κοσμοθεωρίας."


Γιώργος Ιωαννίδης
Ψυχολόγος
Οποιαδήποτε κριτική γίνεται δεκτή στο e-mail: arpokratis@yahoo.com


Βιβλιογραφία

 

 

(1)Εξαιρώντας τα πρώτα κύματα προβληματισμού από την αρχαιότητα (Πορφύριος, Κέλσος, κ.α.), το κύμα σχολαστικής μελέτης και κριτικής της Βίβλου ξεκινά κυρίως από την εμφάνιση του Προτεσταντισμού που σαν μήνυμα είχε την επιστροφή στην αλήθεια του ευαγγελίου. Το κίνημα της αμφισβήτησης όμως παίρνει ουσιαστική μορφή από τον 17ο αιώνα από το έργο του Hobbes 'Leviathan' (1651) όπου αμφισβητεί την συγγραφή της Πεντάτευχου από τον Μωυσή και την ύπαρξη μιας κόλασης. Το 1670, με το έργο του 'Theological-Political treatise' ο Spinoza υποστηρίζει πως το υπερφυσικό στοιχείο της Βίβλου θα πρέπει να παραμεριστεί αφού στην φύση όλα υπακούουν σε φυσικούς νόμους. Αργότερα ο Reimarus (1694-1768) υποστηρίζει πως τα Ευαγγέλια είναι σκόπιμες απάτες και σημειώνει την καθυστέρηση της υποσχόμενης Δευτέρας Παρουσίας. Η λίστα των αμφισβητιών στην αποκαλυπτική αλήθεια της Βίβλου περιλαμβάνει πολλά ονόματα όπως οι: Paine (1737-1809), Dupuis (1742-1809), Strauss (1808-1874), Bauer (1809-1882), Wellhausen (1844-1918), Nietzche (1844-1900), Schweitzer (1875-1965) καθώς και πολλοί περισσότεροι στην σύγχρονη εποχή. Επιστροφή στο άρθρο

(2) Ο Καλτώφ Α. αναφέρει: "...αφού λείπει κάθε ιστορική βεβαιότητα, το όνομα του Ιησού έγινε για την προβληματισμένη θεολογία ένα άδειο δοχείο, όπου ο κάθε θεολόγος μπορεί να ρίχνει τις δικές του σκέψεις. Το αποτέλεσμα είναι, με ευκολία να 'αποδεικνύεται' ο Ιησούς σοσιαλιστής, πολεμιστής, στρατηλάτης, βασιλιάς, πολιτικολόγος, ερευνητής της αλήθειας, πνευματικός θεραπευτή, μάγος, προφήτης, αιρετικός, γιος του Θεού, ή και αστροναύτης ακόμη."Επιστροφή στο άρθρο

(3) Από την Ελληνική λέξη 'βιβλία' οι Λατίνοι δανείστηκαν την λέξη ξαναγράφοντας την απλά με λατινικούς χαρακτήρες σε 'biblia'. Ο σύχρονος όρος Bibel και Bible πηγάζει σαφώς από την αρχική αυτή περιγραφή δηλώνοντας το σύνολο πολλών βιβλίων.Επιστροφή στο άρθρο

(4) Είναι πιθανόν η έννοια της Θεοπνευστίας της Γραφής να αφορά όχι στην κατά γράμμα καταγραφή των γεγονότων παρά στο πνεύμα, στο νόημα των Ιερών Κειμένων. Επιστροφή στο άρθρο

(5) Είναι γεγονός πως στα πρώτα χρόνια της Χριστιανοσύνης δεν ήταν ξεκάθαρο ποια από τα υπάρχοντα κείμενα ήταν και τα γνησιότερα. Κάπως έτσι εξηγούνται και οι προσπάθειες εκκλησιαστικών ομάδων να σχηματίσουν ένα Ιερό Κανόνα. Από τις πρώτες κινήσεις ήταν αυτή του Papia το 110 μ.Χ. που φαίνεται να απέτυχε αφού ο Justin Martyr δεν αναφέρει την παρουσία της Καινής Διαθήκης το 150 μ.Χ. Ο Tatian το 170 μ.Χ. προσπάθησε να γράψει ένα ευαγγέλιο που να ενώνει τα υπάρχοντα διαγράφοντας έτσι τις όποιες αντιφάσεις ενώ στα τέλη του 2ου αιώνα ο Ειρηναίος ενώνει τα 4 Ευαγγέλια με το σκεπτικό πως ο αριθμός των ευαγγελίων δεν θα πρέπει να είναι ούτε μεγαλύτερος ούτε μικρότερος αφού υπάρχουν 4 ζώνες στον κόσμο και 4 διαφορετικοί άνεμοι! Η τελική όμως μορφή της Καινής Διαθήκης, μαζί με το Σύμβολο της Πίστης, έγινε στην Σύνοδο της Νίκαιας (325μ.Χ.). Ενδιαφέρον όμως προκαλούν τα παρασκήνια της συνόδου. Έτσι όσοι επίσκοποι δεν συμφωνούσαν με τις αποφάσεις σχετικά με το Σύμβολο θα εξορίζονταν από την αυτοκρατορία ενώ ορισμένοι από αυτούς φαίνεται να μετανόησαν για την πράξη τους και ομολογούσαν πως είχαν αρχικά συμφωνήσει εξαιτίας του φόβου τους για τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο! Επιστροφή στο άρθρο

(6) Υπάρχει μια μεγάλη σειρά από 'απόκρυφα' κείμενα που για ποικίλους λόγους μοιάζει να μην έχουν γίνει αποδεκτά αν και χρησιμοποιούνται συχνά από τους σύγχρονους κατήγορους του Χριστιανισμού. Μερικά από αυτά είναι: Pistis Sophia (5ος αιώνας), Codex Bruce (4ος ή 5ος αιώνας), Codex Berolinensis (5ος αιώνας), Πρωτευαγγέλιο Ιακώβου (5ος αιώνας), Ευαγγέλιο του Πέτρου (8ος αιώνας), Ευαγγέλιο του ΨευτοΜατθαίου (6ος ή 7ος αιώνας), Διήγηση της Παιδικής Ηλικίας του Κυρίου ή ΨευδοΘωμάς (5ος αιώνας), το Ευαγγέλιο του Νικόδημου (4ος αιώνας), το Ευαγγέλιο του Γαμαλιήλ (7ος αιώνας), Διαθήκη στην Γαλιλαία του Κ.Η.Ι.Χ. (8ος αιώνας) Τα θαύματα του Ιησού (9ος αιώνας), το Ευαγγέλιο των 12 αποστόλων (5ος αιώνας), Ευαγγέλιο Βαρθολομαίου (5ος αιώνας), Πράξεις Ιωάννου (4ος αιώνας), Πράξεις Πέτρου (5ος αιώνας), Πράξεις Παύλου (5ος αιώνας), Πράξεις Ανδρέα (6ος αιώνας) Πράξεις Θωμά (5ος αιώνας), Αποκάλυψη Παύλου (5ος αιώνας) Ευαγγέλιο του Θωμά (τόσο ο Κλήμης της Αλεξάνδρειας όσο και ο Ωριγένης αναφέρουν την ύπαρξη του ευαγγελίου αυτού θεωρώντας το ήδη παλαιό, γράφτηκε πιθανόν στα τέλη του 2ου αιώνα), Κλημέντιες ομιλίες (5ος αιώνας) καθώς και πολλά ακόμη από τα 49 συνολικά χειρόγραφα που ανακαλύφτηκαν το 1947 στο Χηνοβόσκιον της Αιγύπτου. Επιστροφή στο άρθρο

(7) Μελετητές όπως οι Westeott και Hort (1870), υποστηρίζουν πως το αρχικό κείμενο με δυτικές και μη δυτικές προσθήκες, εξελίχθηκε σε μια σειρά από κώδικες όπως το Δυτικό Κείμενο (του Ειρηναίου, Τερτυλλιανού κ.α.) και στο Ουδέτερο Κείμενο (Σιναϊτικός, Βατικανικός) από το οποίο προέρχεται το Αλεξανδρινό Κείμενο. Η συνένωση των δυο πρώτων κειμένων, σχηματίζουν με την σειρά τους το Συριακό Κείμενο (Χρυσοστόμου) και αργότερα το Βυζαντινό. Συνολικά υπάρχουν οι κώδικες (Codex): Sinaiticus (4ος αιώνας, σχεδόν όλη η Παλαιά και Καινή Διαθήκη. Την επιστολή του Βαρνάβα και μέρος του Ποιμένα του Ερμά), Vaticanus (4ος αιώνας, όλη η Παλαιά Διαθήκη εκτός από 50 σελίδες που χάθηκαν, την Καινή μέχρι την επιστολή προς Εβραίους), Alexandrinus (5ος αιώνας, περιέχει την Παλαιά και Καινή Διαθήκη από τα μισά του Ματθαίου), Ephraemi Rescriptus (5ος αιώνας), Bezae (5ος αιώνας, τα 4 ευαγγέλια με ορισμένα κενά και τις Πράξεις των αποστόλων), Freer (5ος αιώνας, τα 4 ευαγγέλια με μερικά κενά), Koridethi (7ος εώς 9ος αιώνας), Regis (8ος αιώνας), Beratimus (6ος αιώνας, μόνο τα ευαγγέλια του Ματθαίου και Μάρκου), Athusiensis (8ος ή 9ος αιώνας, την Καινή Διαθήκη εκτός του Ευαγγέλιο του Ματθαίου και κομμάτι του Μάρκου), Vercellensis (4ος αιώνας), Veronensis (4ος ή 5ος αιώνας), Colbertinus (12ος αιώνας), Sangermanensis (8ος αιώνας), Briaxianus (6ος αιώνας), Palatinus (5ος αιώνας), Bobiensis (4ος ή 5ος αιώνας, περιέχει μόνο τον Μάρκο και Ματθαίο με αρκετά κενά), Monacensis (6ος ή 7ος αιώνας), Curetonianus (40ς αιώνας). Επίσης υπάρχουν μια σειρά από σωζόμενα χειρόγραφα όπως τα Συριακά (5ος ή 6ος αιώνας), Κοπτικά (μερικά από αυτά ανάγονται στον 4ο αιώνα) κ.α. Επιστροφή στο άρθρο

(8) Σύμφωνα με τον Τίντε Κ. σε πάπυρο (γραμμένο ανάμεσα στο 63-67 μ.Χ) που φυλάσσεται στην βιβλιοθήκη του Παρισιού, υπάρχει απόσπασμα από το ευαγγέλιο του Λουκά. Επιστροφή στο άρθρο

(9) Οι Πράξεις των Αποστόλων χρησιμοποιούνται από τον Ειρηναίο (130-202μ.Χ.) στον αντι-αιρετικό του αγώνα όπως επίσης και από τον Τερτυλιανό (160-220μ.Χ.) όμως ο Justin Martyr (100-165μ.Χ.) δεν αναφέρει πουθενά την ύπαρξη του βιβλίου αυτού, δημιουργώντας την εντύπωση πως το κείμενο γράφτηκε στην πραγματικότητα κάπου ανάμεσα στην χρονολογική περίοδο των δυο αυτών συγγραφέων. Επιστροφή στο άρθρο

(10) Πρέπει να σημειώσουμε πάντως πως ακόμη και τον 2ο αιώνα μ.Χ. υπήρχαν προβληματισμοί για τον αν οι Ευαγγελιστές μπορούσαν να ήταν μάρτυρες και αφηγητές των αληθινών πράξεων του Χριστού. Ο Μάρκος θεωρείται ως απλώς γραμματέας του Πέτρου (και δεν αποτέλεσε αυτόπτης μάρτυρας όπως αναφέρει ο Papias), ο Λουκάς θεωρείται ως βοηθός του Παύλου (ο οποίος ποτέ δεν γνώρισε τον Χριστό) ενώ για το κείμενο του Ιωάννη υπήρχε ο προβληματισμός για το αν ήταν ή όχι έργο του γνωστικού Cerinthus. Τέλος για το κείμενο του Ματθαίου, ο Papias (περίπου 70 μ.Χ.) το αναφέρει ως βιβλίο προφητειών που έρχεται απλά να στηρίξει την ζωή του Χριστού μέσα από προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης. Επιστροφή στο άρθρο

(11) Όπως οι Martin M. (Πανεπιστήμιο της Βοστόνης), Wells, G. A. (Πανεπιστήμιο του Λονδίνου) κ.α. Επιστροφή στο άρθρο

(12) Ο ίδιος ο Ευσέβιος (Επίσκοπος Καισαρείας το 311) αμφισβητούσε την εγκυρότητα των επιστολών του Ιούδα, Πέτρου Β και Ιωάννη Α-Γ.Επιστροφή στο άρθρο

(13) Η Αποκάλυψη του Ιωάννη έγινε μέρος του Κανόνα της Καινής Διαθήκης μόνο με την Σύνοδο του Τριδέντου (1545) αφού προκάλεσε μια σωρεία από διαμάχες. Προσωπικότητες όπως οι: ’γιος Βασίλειος, ο ’γιος Κύριλλος της Ιερουσαλήμ, ο Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, ο Γρηγόριος της Νύσσης, ο ’γιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο ’γιος Ιερώνυμος κ.α., δεν αναφέρονταν καθόλου στο εν λόγο κείμενο θεωρώντας το συχνά ως παρείσακτο ή απλά άσχετο με το ευαγγελικό μήνυμα..Επιστροφή στο άρθρο

(14) Αξίζει να σημειωθεί πως τα κείμενα του Ωριγένη είχαν αντιγραφεί από τον Ρουφίνο (4ος αιώνας) ο οποίος αναφέρει "Κάθε φορά που συναντούσα μέσα στο πρωτότυπο Ελληνικό κείμενο ένα σκανδαλώδεις εδάφιο, το μίκραινα, το διασκεύαζα ή το αφαιρούσα τελείως, έτσι που ο αναγνώστης να μη συναντήσει τίποτα που να προκαλέσει τον κλονισμό της πίστης του." De Princi 2Επιστροφή στο άρθρο

(15) Είναι άξιο απορίας που έχει επικρατήσει η μετάφραση του 'χ ξ σ' ως 666 εφόσον η αριθμολογική μετάφραση των γραμμάτων (γεματρία) δίνει: χ=600, ξ=60, ς=200. Σύμφωνα μάλιστα με διαφορετικές εκδόσεις της Αποκάλυψης, ο αριθμός γίνεται 616 και άλλοτε πάλι 646 (βλ κριτική έκδοση κειμένου Kurt-Aland, Nestle, B.M. Metzger κ.α.) Επιστροφή στο άρθρο

(16) Αξιοπρόσεκτη είναι η πολύπλοκη προσπάθεια ερμηνείας του Ιούλιου του Αφρικανού στην 'Επιστολή προς Αριστείδη' όπου την μεταφέρει και ο Ευσέβιος. Εκεί διαβάζουμε τον κατηγορηματικό του επίλογο σχετικά με το γενεολογικό παράδοξο: "Έτσι και αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να βρούμε μια πιο ικανοποιητική απάντηση, τουλάχιστον κατά την γνώμη μου και με βάση αυτά που πιστεύει κάθε άνθρωπος με καλή πίστη. Πρέπει λοιπόν να αρκεστούμε σε αυτήν, ακόμη κι αν δεν αποτελεί μιαν εγγύηση, εφ'όσον δεν υπάρχει άλλη καλύτερη ή περισσότερο πειστική. Τα Ευαγγέλια λένε πάντοτε την αλήθεια." Εκκλησιαστική Ιστορία Ι,Ζ 16.Επιστροφή στο άρθρο

(17) Ο συγγραφέας Ambelain R. υποστηρίζει πως οι τελευταίες κουβέντες του Χριστού μπορούν να ερμηνευτούν όχι μόνο ως τον πρώτο στίχο από τους Ψαλμούς ΚΒ. Αναφέρει λοιπόν πως την στιγμή εκείνη ο Χριστός καταριέται τον κόσμο (όπως όμοια έκανε ο Ζακ Ντε Μολαί στους καταδιώκτες του) προσφωνώντας ένα ξόρκι που μπορεί να αναγνωστεί και στο γρημόριο 'Heptameron' του Pierre D'Abane (1657) και έτσι μόνο μπορούν να ερμηνευτούν όλα τα δεινά που έκαναν την εμφάνιση τους στα Ιεροσόλυμα. Η γνώμη του αρθρογράφου είναι μάλλον διστακτική απέναντι σε αυτή την θεωρία όμως νιώθει την υποχρέωση να την αναφέρει.Επιστροφή στο άρθρο

(18) Στην μετάφραση του κειμένου η λέξη 'τετέλεσται' μεταφράζεται ως 'όλα τώρα εκπληρώθηκαν'! Επιστροφή στο άρθρο

(19) Προβληματισμός υπάρχει μάλιστα και για την ίδια την ημέρα της σταύρωσης. Αν δεχτούμε πως η σταύρωση του Χριστού και των ληστών έγινε την πρώτη μέρα του Εβραϊκού Πάσχα, τότε θα πρέπει να υποθέσουμε πως και οι ιουδαίοι θα είχαν διαμαρτυρηθεί αφού η ημέρα εκείνη αποτελεί μέρα ανάπαυσης όπως αυτή του Σαββάτου (Έξοδος ΙΒ,16). Ο αρχαίος συγγραφέας Απολλινάριος στο 'Chronika Pascale' παρατηρεί ορθά πως μια εκτέλεση την ιερή βδομάδα του Πάσχα για τους Εβραίους θα ήταν μάλλον βλάσφημη και θα προκαλούσε την εξέγερση του λαού. Παρόλα αυτά δεν γίνεται καμία τέτοια νύξη στις Γραφές. Χαρακτηριστικό είναι μάλιστα όταν ο Ηρώδης Αγρίππας συλλαμβάνει τον Πέτρο την εβδομάδα του Πάσχα, αλλά τοποθετεί την δίκη του για μετά το πέρας των γιορτών (Πράξεις Αποστόλων 12:3-4)! Επιστροφή στο άρθρο

(20) Διαφωνία μεταξύ των ευαγγελίων υπάρχει ακόμη και για τους πρώτους μάρτυρες. Έτσι σύμφωνα με τον Ματθαίο (28:1-10) στον τάφο πήγανε η Μαρία η Μαγδαληνή και η άλλη Μαρία (;) όπου διαμέσου σεισμού, η πέτρα που φύλαγε την είσοδο παραμέρισε. Οι γυναίκες μίλησαν με ένα άγγελο και μετά συνάντησαν τον Χριστό. Στον Μάρκο (16:1-8) είναι η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου και η Σαλώμη που βρίσκουν την πέτρα του τάφου κυλισμένη και μετά συναντούν ένα άγγελο. Στον Λουκά (24:1-12) η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα του Ιακώβου, η Ιωάννα καθώς και άλλες άγνωστες γυναίκες συναντούν κυλισμένη την πέτρα του τάφου και έπειτα δυο αγγέλους. Τέλος στον Ιωάννη (20:1-10) η Μαρία η Μαγδαληνή βρίσκει ανοιχτό απλά τον τάφο.Επιστροφή στο άρθρο

(21) Στο κείμενο της Βουλγκάτας του Αγίου Ιερώνυμου στην θέση της λέξης 'Ναζωραίος' αναφέρει την λέξη 'Nazareus' που σημαίνει 'ναζαρινός' αυτός δηλαδή που 'είναι αφιερωμένος στον Κύριο' (στα Εβραϊκά 'nazir').Επιστροφή στο άρθρο

(22) Σύμφωνα όμως με τον Τίντε Κ. αρχαιολογικές έρευνες στην Καπερναούμ και στην σημερινή Ναζαρέτ αποδεικνύουν την παρουσία κοινότητας τον 1ο αιώνα μ.Χ. Επιστροφή στο άρθρο

Προσθέστε: Σχόλια - Παρατηρήσεις - Δικές σας απόψεις,

στην διεύθυνση arthra@esoterica.gr


ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ